- νωτάκμων
- νωτ-άκμων, ονος, ὁ, ἡ,A with mailed back, Batr.294.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νωτάκμων — νωτάκμων, ονος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει θωρακισμένα τα νώτα του («νωτάκμονες... καρκίνοι», Βατραχομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + ἄκμων «σιδερένια βάση, αμόνι»] … Dictionary of Greek
νωτάκμονες — νωτάκμων with mailed back masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)